στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ethnic [βρετ ˈɛθnɪk, αμερικ ˈɛθnɪk] ΕΠΊΘ
ethnic group, minority, unrest, food, music, clothes:
- ethnic
-
multi-ethnic [βρετ mʌltɪˈɛθnɪk, αμερικ ˌməltiˈɛθnɪk, ˌməltaɪˈɛθnɪk] ΕΠΊΘ
- multi-ethnic
-
- ethnic, industrial strife
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.