στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. cleft1 [βρετ klɛft, αμερικ klɛft] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
cleft → cleave
I. cleave1 <παρελθ clove, cleaved, μετ παρακειμ cleft, cleaved> [βρετ kliːv, αμερικ kliv] ΡΉΜΑ μεταβ
cleft2 [βρετ klɛft, αμερικ klɛft] ΟΥΣ
cleft palate [βρετ, αμερικ ˈklɛft ˈpælət] ΟΥΣ
- cleft palate
- palatoschisi θηλ
I. cleave1 <παρελθ clove, cleaved, μετ παρακειμ cleft, cleaved> [βρετ kliːv, αμερικ kliv] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
II. cleft [kleft] ΟΥΣ
- cleft
- crepaccio θηλ
| I | cleave |
|---|---|
| you | cleave |
| he/she/it | cleaves |
| we | cleave |
| you | cleave |
| they | cleave |
| I | cleaved / cleft / clove |
|---|---|
| you | cleaved / cleft / clove |
| he/she/it | cleaved / cleft / clove |
| we | cleaved / cleft / clove |
| you | cleaved / cleft / clove |
| they | cleaved / cleft / clove |
| I | have | cleaved / cleft / cloven |
|---|---|---|
| you | have | cleaved / cleft / cloven |
| he/she/it | has | cleaved / cleft / cloven |
| we | have | cleaved / cleft / cloven |
| you | have | cleaved / cleft / cloven |
| they | have | cleaved / cleft / cloven |
| I | had | cleaved / cleft / cloven |
|---|---|---|
| you | had | cleaved / cleft / cloven |
| he/she/it | had | cleaved / cleft / cloven |
| we | had | cleaved / cleft / cloven |
| you | had | cleaved / cleft / cloven |
| they | had | cleaved / cleft / cloven |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.