στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
affectionate [βρετ əˈfɛkʃ(ə)nət, αμερικ əˈfɛkʃ(ə)nət] ΕΠΊΘ
- affectionate child, animal
-
- affectionate memory, account, picture
-
-
- affectionate gesture
- affettuoso persona, gesto, animale
- affectionate
- tenero ricordo, racconto, gesto
- affectionate
στο λεξικό PONS
affectionate [ə·ˈfek·ʃə·nət] ΕΠΊΘ
- affectionate
- affettuoso, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.