Oxford Spanish Dictionary
statistical [αμερικ stəˈtɪstək(ə)l, βρετ stəˈtɪstɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
- statistical
-
στο λεξικό PONS
statistical [stəˈtɪstɪkl] ΕΠΊΘ
- statistical
- estadístico, -a
- estadístico (-a)
- statistical
-
- statistical survey
statistical [stə·ˈtɪs·tɪ·kəl] ΕΠΊΘ
- statistical
- estadístico, -a
- estadístico (-a)
- statistical
-
- statistical survey
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.