Oxford Spanish Dictionary
promotional [αμερικ prəˈmoʊʃ(ə)n(ə)l, βρετ prəˈməʊʃənl] ΕΠΊΘ
I. material [αμερικ məˈtɪriəl, βρετ məˈtɪərɪəl] ΟΥΣ
1.1. material C or U (used in manufacturing etc):
1.2. material <materials, pl > (equipment):
II. material [αμερικ məˈtɪriəl, βρετ məˈtɪərɪəl] ΕΠΊΘ
1. material (worldly, physical):
στο λεξικό PONS
promotional material [prəˈməʊʃənəl məˈtɪəriəl, αμερικ prəˈmoʊʃənəl məˈtɪriəl] ΟΥΣ
I. material [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΟΥΣ
3. material χωρίς πλ (information):
promotional material ΟΥΣ
I. material [mə·ˈtɪr·i·əl] ΟΥΣ
3. material (information):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- promise
- promising
- promisingly
- promissory note
- promo
- promotional material
- promotions manager
- prompt
- prompt box
- prompter
- prompting