Oxford Spanish Dictionary
I. potential [αμερικ pəˈtɛn(t)ʃəl, βρετ pə(ʊ)ˈtɛnʃ(ə)l] ΟΥΣ U
1. potential:
3. potential ΓΛΩΣΣ:
- potential
- potencial αρσ
potential difference ΟΥΣ
- potential difference
-
-
- potential
-
- potential
-
- potential
-
- potential difference
-
- potential ministerial candidate
-
- development potential
-
- potential presidential candidate
στο λεξικό PONS
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
-
- potential compensation
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.