Oxford Spanish Dictionary
desgraciado1 (desgraciada) ΕΠΊΘ
1.1. desgraciado [ser] (infeliz):
1.2. desgraciado [ser] (desafortunado):
1.3. desgraciado [ser] (desacertado):
2. desgraciado [ser] (vil):
3. desgraciado [ser]:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.