Oxford Spanish Dictionary
carrier [αμερικ ˈkɛriər, βρετ ˈkarɪə] ΟΥΣ
1. carrier (company):
2. carrier:
4.1. carrier βρετ:
στο λεξικό PONS
carrier [ˈkærɪəʳ] ΟΥΣ
1. carrier:
2. carrier ΣΤΡΑΤ (vehicle):
4. carrier (transport company):
carrier [ˈkær·i·ər] ΟΥΣ
2. carrier ΣΤΡΑΤ (vehicle):
3. carrier:
4. carrier (entrepreneur, person):
-
- transportista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- hobnail
- hobnailed
- hobnob
- hobo
- Hobson's choice
- hod carrier
- hodgepodge
- hoe
- hoedown
- hog
- hog cholera