Oxford Spanish Dictionary


duly [αμερικ ˈd(j)uli, βρετ ˈdjuːli] ΕΠΊΡΡ
1. duly (as expected, planned):
στο λεξικό PONS


duly [ˈdju:li, αμερικ ˈdu:-] ΕΠΊΡΡ
1. duly (appropriately):
- duly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.