Oxford Spanish Dictionary
definitive [αμερικ dəˈfɪnədɪv, βρετ dɪˈfɪnɪtɪv] ΕΠΊΘ χωρίς συγκρ
1. definitive (final):
- definitive answer/verdict/victory
-
2. definitive (authoritative):
- definitive performance
-
- definitive performance
-
στο λεξικό PONS
-
- definitive
-
- definitive
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.