στο λεξικό PONS
wire·less ˈnet·work·ing ΟΥΣ Η/Υ
net·work·ing [ˈnetˌwɜ:kɪŋ, αμερικ -ˌwɜ:rk-] ΟΥΣ no pl
1. networking (making contacts):
2. networking Η/Υ:
I. wire·less <pl -es> [ˈwaɪələs, αμερικ -ɚ-] ΟΥΣ βρετ dated
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
networking ΟΥΣ IT
-
- Vernetzung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
networking ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wired
- wired collar
- wired up
- wire gauge
- wire gauze
- wireless networking
- wireless operator
- wireless presenter
- wireless set
- wire netting
- wirephoto