στο λεξικό PONS
pre-emp·tion [ˌpri:ˈem(p)ʃən] ΟΥΣ no pl
1. pre-emption (purchase):
2. pre-emption τυπικ (pre-empting):
3. pre-emption ΣΤΡΑΤ:
pre-emption ΟΥΣ
-
- Zuvorkommen ουδ
Vor·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Vor·kaufs·be·rech·ti·gung ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Vor·kaufs·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
right of preemption ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
signal pre-emption ΥΠΟΔΟΜΉ, public transport
- Eingriff in Signalphase ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.