στο λεξικό PONS
ref·uge [ˈrefju:ʤ] ΟΥΣ
1. refuge (secure place):
I. pe·des·trian [pɪˈdestriən] ΟΥΣ
II. pe·des·trian [pɪˈdestriən] ΟΥΣ modifier
pedestrian (bridge, tunnel, underpass):
III. pe·des·trian [pɪˈdestriən] ΕΠΊΘ αμετάβλ τυπικ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
pedestrian refuge βρετ, pedestrian island αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
refuge ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.