I. lei·sure·ly [ˈleʒəli, αμερικ ˈli:ʒɚ-, ˈleʒ-] ΕΠΊΘ
II. lei·sure·ly [ˈleʒəli, αμερικ ˈli:ʒɚ-, ˈleʒ-] ΕΠΊΡΡ
- leisurely
-
- leisurely amble
-
-
- leisurely
-
- leisurely
-
- leisurely
-
- leisurely
- gemütlich Spaziergang
- leisurely
-
- leisurely
- in aller Gemütsruhe οικ
- leisurely
-
- leisurely
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.