στο λεξικό PONS
in·sti·tu·tion·al [ˌɪn(t)stɪˈtju:ʃənəl, αμερικ esp -ˈtu:-] ΕΠΊΘ
1. institutional μειωτ (of, in or like an institution):
2. institutional:
3. institutional ΟΙΚΟΝ (relating to an organization):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
institutional client ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
institutional ΕΠΊΘ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
client ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
client ΟΥΣ IT
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.