στο λεξικό PONS
in·sti·tu·ti·o·nell [ɪnstitutsi̯o:ˈnɛl] ΕΠΊΘ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
institutioneller Kunde ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- institutioneller Kunde
-
institutioneller Investor ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- institutioneller Investor
-
institutionell ΕΠΊΘ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- institutioneller Anleger/institutionelle Anlegerin ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.