I. in-be·tween ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. in-be·tween ΟΥΣ often χιουμ
Zwi·schen·grö·ße <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Über·gangs·zeit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Übergangszeit (Zeit zwischen zwei Phasen, Epochen):
2. Übergangszeit (Zeit zwischen Hauptjahreszeiten):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.