in·augu·ral [ɪˈnɔ:gjərəl, αμερικ ɪˈnɑ:gjʊrəl] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. inaugural:
- inaugural (consecration)
-
- inaugural (opening)
-
2. inaugural esp αμερικ ΠΟΛΙΤ (at start of term):
- inaugural
-
- inaugural address
-
inaugural ΕΠΊΘ
- inaugural event
-
-
- inaugural lecture
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- inaugural address