στο λεξικό PONS
for·fei·ture [ˈfɔ:fɪtʃəʳ, αμερικ ˈfɔ:rfə-] ΟΥΣ ΝΟΜ
1. forfeiture no pl of property, money:
2. forfeiture (penalty):
- forfeiture
-
-
- forfeiture
-
- non-forfeiture
-
- forfeiture agreement
-
- forfeiture [or expiration] clause
-
- forfeiture
-
- forfeiture
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
forfeiture ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- forfeiture
- Verfall αρσ
- forfeiture
- Verwirkung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.