στο λεξικό PONS
ge·og·ra·phy [ʤi:ˈɒgrəfi, ˈʤɒg-, αμερικ ʤi:ˈɑ:g-] ΟΥΣ no pl
1. geography (study):
2. geography (layout):
en·vi·ron·men·tal [ɪnˌvaɪ(ə)rənˈmentəl, αμερικ enˌvaɪrənˈment̬əl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
environmental geography [ɪnˌvaɪrənˈmentl ʤiˈɒɡrəfi] ΟΥΣ
environmental ΕΠΊΘ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
environmental ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.