στο λεξικό PONS
dis·tribu·tor [dɪˈstrɪbjətəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. distributor:
2. distributor ΑΥΤΟΚ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
distributor ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
distributor road ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.