στο λεξικό PONS
audi·ence par·tici·ˈpa·tion ΟΥΣ no pl
audi·ence [ˈɔ:diən(t)s, αμερικ ˈɑ:-] ΟΥΣ
1. audience + ενικ/pl ρήμα:
par·tici·pa·tion [pɑ:ˌtɪsɪˈpeɪʃən, αμερικ pɑ:rˌtɪsəˈ-] ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
participation ΟΥΣ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Partizipation θηλ
- participation ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Teilhabe θηλ
- participation ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- auction rate
- audacious
- audaciously
- audaciousness
- audacity
- audience participation
- audio
- audio cassette
- audio description
- audiologist
- audiophile