στο λεξικό PONS
ar·bi·ˈtra·tion tri·bu·nal ΟΥΣ βρετ ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
tri·bu·nal [traɪˈbju:nəl] ΟΥΣ
2. tribunal (investigative body):
ar·bi·tra·tion [ˌɑ:bɪˈtreɪʃən, αμερικ ˌɑ:rbəˈ-] ΟΥΣ no pl
1. arbitration ΝΟΜ:
2. arbitration Η/Υ:
arbitration ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
arbitration tribunal ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
exchange arbitration tribunal ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- arbitrage strategy
- arbitrage transaction
- arbitrageur
- arbitrarily
- arbitrariness
- arbitration tribunal
- arbitrator
- arbor
- Arbor Day
- arboreal
- arboretum