Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. shear <απλ παρελθ sheared; μετ παρακειμ shorn> [βρετ ʃɪə, αμερικ ʃɪr] ΡΉΜΑ μεταβ
II. shorn ΕΠΊΘ
shorn μτφ:
- shorn
- dépouillé (of de)
-
- shorn
-
- shorn
στο λεξικό PONS
shorn [ʃɔ:n, αμερικ ʃɔ:rn] ΡΉΜΑ
shorn μετ παρακειμ of shear
I. shear <sheared, sheared [or shorn]> [ʃɪəʳ, αμερικ ʃɪr] ΡΉΜΑ μεταβ
I. shear <-ed, -ed [or shorn]> [ʃɪr] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.