Oxford Spanish Dictionary
shorn [αμερικ ʃɔrn, βρετ ʃɔːn] παρελθ part shear
I. shear <παρελθ sheared, μετ παρακειμ shorn> [αμερικ ʃɪr, βρετ ʃɪə] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shear:
I. shear <παρελθ sheared, μετ παρακειμ shorn> [αμερικ ʃɪr, βρετ ʃɪə] ΡΉΜΑ μεταβ
1. shear:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.