Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
predominantly [βρετ prɪˈdɒmɪnəntli, αμερικ prəˈdɑmənəntli] ΕΠΊΡΡ
- predominantly represent, feature
-
- predominantly Muslim, female, French-speaking
-
- predominantly influenced by
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.