Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
passionately [βρετ ˈpaʃ(ə)nətli, αμερικ ˈpæʃ(ə)nətli] ΕΠΊΡΡ
- passionately love, kiss
-
- passionately believe, want
-
- passionately oppose
-
στο λεξικό PONS
-
- passionately
-
- passionately
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.