φωνή [fɔˈni] SUBST θηλ
1. φωνή (ήχος κατά την ομιλία) ΜΟΥΣ:
2. φωνή (κραυγή):
3. φωνή ΓΛΩΣΣ:
φω|ς <-τός> [fɔs] SUBST ουδ
1. φως ΦΥΣ (λάμπα):
- τα φώτα πλ της δημοσιότητας
-
-
- Sonnenlicht ουδ
-
- Mondschein αρσ
-
- Tageslicht ουδ
-
- Kerzenlicht ουδ
-
- Lampenlicht ουδ
-
- Positionslicht ουδ
-
- Infrarotlicht ουδ
- φώτα ουδ πλ του αυτοκινήτου (μπροστινά)
-
-
- Heckleuchte θηλ
- φώτα ουδ πλ διασταύρωσης
-
- φώτα ουδ πλ προσγείωσης
-
-
- Nachtlicht ουδ
2. φως (όραση):
-
- Augenlicht ουδ
I. ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB μεταβ
I. χώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxɔnɔ] VERB μεταβ
II. χώνομαι VERB αυτοπ ρήμα
1. χώνομαι (σε στενό χώρο):
2. χώνομαι (ανακατεύομαι):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.