Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παντρεμένης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παντρεμέν|ος <-η, -ο> [pandrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

μικροπαντρεμέν|ος <-η, -ο> [mikrɔpandrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

παντρειά [pandriˈa] SUBST θηλ

I . παντρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [panˈdrɛvɔ] VERB μεταβ (ενώνω με γάμο)

II . παντρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [panˈdrɛvɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

παντέρημ|ος <-η, -ο> [panˈdɛrimɔs] ΕΠΊΘ

παντοπώλης (παντοπώλισσα) [pandɔˈpɔlis, pandɔˈpɔlisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παντοτιν|ός <-ή, -ό> [pandɔtiˈnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский