Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυναικείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γυναικείο κίνημα
γυναικείο παπούτσι
Damenschuh αρσ
γυναικείο παντελόνι
Damenhose θηλ
γυναικείο μόριο
γυναικείο παλτό
Damenmantel αρσ
γυναικείο πουκάμισο
Bluse θηλ
ανδρικό/γυναικείο παντελόνι
ανδρικό/γυναικείο καπέλο
γυναικείο/ανδρικό άρωμα
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „γυναικείο“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

γυναικείο γάντι ουδ
γυναικείο παλτό ουδ
γυναικείο ποδήλατο ουδ
γυναικείο παντελόνι ουδ
γυναικείο άρωμα ουδ
Frauenhand θηλ
γυναικείο χέρι ουδ
(γυναικείο) πουκάμισο ουδ
γυναικείο παπούτσι ουδ
γυναικείο κοστούμι ουδ
γυναικείο κίνημα ουδ
γυναικείο όνομα ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский