Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρέξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρέξιμο [ˈtrɛksimɔ] SUBST ουδ

τρέξιμο
Laufen ουδ
Laufereien θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με τρέξιμο

παντελόνι για τρέξιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский