Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τρ|έπω <-εψα, -άπηκα> [ˈtrɛpɔ] VERB μεταβ

1. τρέπω (στρέφω):

τρέπω

2. τρέπω (μετατρέπω):

τρέπω σε
umwandeln in +αιτ

II . τρέπομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. τρέπομαι (μετατρέπομαι):

sich umwandeln in +αιτ

Παραδειγματικές φράσεις με τρέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский