Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παντρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παντρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [panˈdrɛvɔ] VERB μεταβ (ενώνω με γάμο)

παντρεύω

II . παντρ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [panˈdrɛvɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский