Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξύ|νω <-σα, -θηκα [ή -στηκα], -(σ)μένος> [ˈksinɔ] VERB μεταβ

2. ξύνω (περνώ ίσα ίσα):

ξύνω

3. ξύνω (μολύβι):

ξύνω

II . ξύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ξύνω

ξύνω πληγές μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский