Ελληνικά » Γερμανικά

μυτερ|ός <-ή, -ό> [mitɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

Βλέπε και: έντερο

κότερο [ˈkɔtɛrɔ] SUBST ουδ

ύστερο [ˈistɛrɔ] SUBST ουδ

δεύτερο [ˈðɛftɛrɔ] SUBST ουδ ΜΑΘ

μύρο [ˈmirɔ] SUBST ουδ

1. μύρο (αρωματικό έλαιο):

Parfümöl ουδ

2. μύρο ΘΡΗΣΚ:

Salböl ουδ

άχερο

άχερο s. άχυρο

Βλέπε και: άχυρο

σίδερο [ˈsiðɛrɔ] SUBST ουδ

φυσερό [fisɛˈrɔ] SUBST ουδ

έτερος <ετέρα, έτερο(ν)> [ˈɛtɛrɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский