Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταφέρουν“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταφορτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [mɛtafɔrˈtɔnɔ] VERB μεταβ

μετ|αφέρω <-άφερα [ή -έφερα], -αφέρθηκα, -αφερμένος> [mɛtaˈfɛrɔ] VERB μεταβ

1. μεταφέρω (μετακομίζω):

2. μεταφέρω (μεταθέτω):

3. μεταφέρω (μεταφράζω, ηλεκτρικό ρεύμα):

4. μεταφέρω (χαιρετισμούς):

μεταφορά [mɛtafɔˈra] SUBST θηλ

5. μεταφορά (σχήμα λόγου):

Metapher θηλ

μεταφρά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtaˈfrazɔ] VERB μεταβ

μεταφορέας [mɛtafɔˈrɛas] SUBST αρσ

2. μεταφορέας (μηχάνημα):

Förderband ουδ

3. μεταφορέας (όχημα):

μεταφορικά [mɛtafɔriˈka] SUBST ουδ πλ

μεταφορικ|ός <-ή, -ό> [mɛtafɔriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μεταφορικός (σχετικός με μεταφορές πραγμάτων):

Transport-

2. μεταφορικός (σχετικός με μεταφορές ανθρώπων):

Verkehrs-
Verkehrsmittel ουδ πλ

3. μεταφορικός (όχι κυριολεκτικός):

μεταφόρτωσ|η <-εις> [mɛtaˈfɔrtɔsi] SUBST θηλ

μεταφύτευσ|η <-εις> [mɛtaˈfitɛfsi] SUBST θηλ

1. μεταφύτευση (φυτού):

Umpflanzung θηλ

2. μεταφύτευση (μεταμόσχευση):

Καμερούν [kamɛˈrun] SUBST ουδ αμετάβλ

μεταφυσική [mɛtafisiˈci] SUBST θηλ

μεταφυτ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [mɛtafiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский