Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετατρέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετατρ|έπω <-εψα, -άπηκα> [mɛtaˈtrɛpɔ] VERB μεταβ

1. μετατρέπω (από μια μορφή σε άλλη):

μετατρέπω σε
umwandeln in +αιτ

2. μετατρέπω (ευρώ σε φράγκα, δολάρια κτλ):

μετατρέπω σε
wechseln in +αιτ

3. μετατρέπω (τροποποιώ, μεταποιώ):

μετατρέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский