Ελληνικά » Γερμανικά

εσώκλειστος <-η, -ο> [ɛˈsɔklistɔs] ΕΠΊΘ

περίκλειστ|ος <-η, -ο> [pɛˈriklistɔs] ΕΠΊΘ

μισόκλειστ|ος <-η, -ο> [miˈsɔklistɔs] ΕΠΊΘ

έγκλειστ|ος <-η, -ο> [ˈɛŋglistɔs] ΕΠΊΘ

εσωκλεί|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛsɔˈkliɔ] VERB μεταβ

αποκλεισμός [apɔklizˈmɔs] SUBST αρσ

1. αποκλεισμός (απαγόρευση εισόδου ή εξόδου):

Absperrung θηλ

2. αποκλεισμός (μπλόκο):

Blockade θηλ

3. αποκλεισμός (μποϊκοτάρισμα):

Boykott αρσ

4. αποκλεισμός (απαγόρευση συμμετοχής, απαγόρευση δυνατότητας):

Ausschluss αρσ

5. αποκλεισμός (απομόνωση):

Isolierung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский