Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έσχατος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έσχατ|ος <-η, -ο> [ˈɛsxatɔs] ΕΠΊΘ

2. έσχατος (κίνδυνος, ανάγκη):

έσχατος
höchste(r, s)

3. έσχατος (τελευταίος):

έσχατος
letzte(r, s)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский