Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαπράττω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|απράττω <-έπραξα, -απράχτηκα, -απραγμένος> [ðiaˈpratɔ] VERB μεταβ

διαπράττω

Παραδειγματικές φράσεις με διαπράττω

διαπράττω αγριότητες
διαπράττω ένα έγκλημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский