Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επ|ιβάλλω <-έβαλα, -ιβλήθηκα, -ιβεβλημένος> [ɛpiˈvalɔ] VERB μεταβ

2. επιβάλλω (αναγκάζω):

επιβάλλω

II . επιβάλλομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский