Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερημίτισσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερημοδικία [ɛrimɔðiˈcia] SUBST θηλ ΝΟΜ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

Αρμένιος [arˈmɛniɔs], Αρμένης [arˈmɛnis] SUBST αρσ, Αρμένια [arˈmɛnia], Αρμένισσα [arˈmɛnisa] SUBST θηλ

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

χαρτομάντισσα [xartɔˈmandisa] SUBST θηλ

ερημίτης (ερημίτισσα) [ɛriˈmitis, ɛriˈmitisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ερημίτης (ερημίτισσα)
Einsiedler(in) αρσ (θηλ)

ερημικ|ός <-ή, -ό> [ɛrimiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ερημικός (ασύχναστος από ανθρώπους):

2. ερημικός (της ερήμου):

Wüsten-

ερημονήσι [ɛrimɔˈnisi] SUBST ουδ

ερημητήριο [ɛrimiˈtiriɔ] SUBST ουδ

ερημοκλήσι [ɛrimɔˈklisi] SUBST ουδ

λιόντισσα [ˈʎɔndisa] SUBST θηλ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

ερημιά [ɛriˈmɲa] SUBST θηλ

1. ερημιά (τόπος ακατοίκητος):

Einöde θηλ

2. ερημιά (έρημος):

Wüste θηλ

3. ερημιά (μοναξιά):

Einsamkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский