Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερημιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερημιά [ɛriˈmɲa] SUBST θηλ

1. ερημιά (τόπος ακατοίκητος):

ερημιά
Einöde θηλ

2. ερημιά (έρημος):

ερημιά
Wüste θηλ

3. ερημιά (μοναξιά):

ερημιά
Einsamkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ερημιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский