Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερευνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερευν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛrɛvˈnɔ] VERB μεταβ

1. ερευνώ (εξετάζω):

ερευνώ

2. ερευνώ (προσπαθώ να ανακαλύψω την εσώτερη υπόσταση):

ερευνώ

3. ερευνώ (συρτάρι, δωμάτιο):

ερευνώ

Παραδειγματικές φράσεις με ερευνώ

ερευνώ τα αίτια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский