Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έρημος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . έρημος <-η, -ο> [ˈɛrimɔs] ΕΠΊΘ

1. έρημος (ασύχναστος):

έρημος
eine einsame Insel θηλ

2. έρημος (δρόμος: άδειος):

έρημος

3. έρημος (εγκαταλειμμένος, μόνος):

έρημος
μόνος κι έρημος

4. έρημος (καημένος):

έρημος
arm

II . έρημος [ˈɛrimɔs] SUBST θηλ (έκταση άνυδρη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский