Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερημώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ερημώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛriˈmɔnɔ] VERB μεταβ

1. ερημώνω (καταστρέφω, ρημάζω):

ερημώνω

2. ερημώνω (αδειάζω από κατοίκους):

ερημώνω
entvölkerte Dörfer ουδ πλ

II . ερημώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛriˈmɔnɔ] VERB αμετάβ (δρόμος κτλ: αδειάζω)

ερημώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский