Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερί|ζω [ɛˈrizɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

ερίζω για κάτι
streiten um etw αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский