Ελληνικά » Γερμανικά

εξουσιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksusiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

εξουσιοδότησ|η <-εις> [ɛksusiɔˈðɔtisi] SUBST θηλ

1. εξουσιοδότηση (χορήγηση δικαιώματος):

Lehrbefugnis θηλ

ανεξουσιοδότητ|ος <-η, -ο> [anɛksusiɔˈðɔtitɔs] ΕΠΊΘ

εξουσιαστής (εξουσιάστρια) [ɛksusiasˈtis, ɛksusiˈastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εξουσιαστικ|ός <-ή, -ό> [ɛksusiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εξουσιαστικός:

Macht-

2. εξουσιαστικός ΝΟΜ:

Gewalt-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский