Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόφθαλμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξόφθαλμ|ος <-η, -ο> [ɛˈksɔfθalmɔs] ΕΠΊΘ

1. εξόφθαλμος ΙΑΤΡ:

εξόφθαλμος

2. εξόφθαλμος (ολοφάνερος):

εξόφθαλμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский