Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοχή [ɛksɔˈçi] SUBST θηλ

1. εξοχή (προεξοχή):

εξοχή
Vorsprung αρσ

3. εξοχή (ύπαιθρος):

στην εξοχή

Παραδειγματικές φράσεις με εξοχή

στην εξοχή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский